αγώνιος

αγώνιος
(I)
ἀγώνιος, -ον (Α) [ἀγών]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα
2. ως επίθ. θεών που προστατεύουν τους αγωνιζόμενους ή όσους βρίσκονται σε κίνδυνο
3. φρ. «ἀγώνιοι θεοί», θεοί σε συνάθροιση, σε συγκέντρωση ή οι θεοί που προέδρευαν στα μεγάλα αγωνίσματα (Δίας, Ποσειδών, Απόλλων και Ερμής)
«ἀγώνιος σχολή», παύση από τη μάχη, ανάπαυλα, ή ανάπαυση γεμάτη στενοχώρια και αγωνία.
————————
(II)
-ον (Α ἀγώνιος) [γωνία]
αυτός που δεν έχει γωνία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀγώνιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώνιος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίως — ἀγώνιος of adverbial ἀγώνιος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώνιον — ἀγώνιος of masc/fem acc sg ἀγώνιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιώτερος — ἀγώνιος of masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγωνίοις — Ἀγώνιος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίοις — ἀγώνιος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγωνίοισι — Ἀγώνιος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίοισι — ἀγώνιος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγωνίου — Ἀγώνιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”